κατάφυτος

κατάφυτος
-η, -ο
καταφυτεμένος: Η περιοχή αυτή είναι κατάφυτη από οπωροφόρα δέντρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάφυτος — full of plants masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφυτος — η, ο (Α κατάφυτος, ον) (για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος αρχ. φυτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ φυτος, σύμ φυτος] …   Dictionary of Greek

  • κατάφυτον — κατάφυτος full of plants masc/fem acc sg κατάφυτος full of plants neut nom/voc/acc sg κατάφῡτον , καταφύομαι aor imperat act 2nd dual κατάφῡτον , καταφύομαι aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφύτους — κατάφυτος full of plants masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφύτων — κατάφυτος full of plants masc/fem/neut gen pl καταφύ̱των , καταφύομαι aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφύτῳ — κατάφυτος full of plants masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφυτα — κατάφυτος full of plants neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφυτοι — κατάφυτος full of plants masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • Μαραθώνας — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 4.399 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται ΒΑ της Αθήνας και ΝΑ της ομώνυμης τεχνητής λίμνης, σε εύφορη πεδιάδα και είναι τοπικό αγροτικό και τουριστικό κέντρο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η λίμνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”